- εξιδρώνω
- [ώ (ο )] 1. μετ. выделять пот;2. αμετ. потеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιδρώνω — και εξιδρώ, όω (Α ἐξιδρῶ) 1. προκαλώ την έκκριση ιδρώτα 2. ιδρώνω, αποβάλλω ιδρώτα … Dictionary of Greek
εξιδρώνω — εξίδρωσα 1. μτβ., προκαλώ την έκκριση ιδρώτα, κάνω κάτι να βγει από τους πόρους του σώματος σαν ιδρώτας. 2. αμτβ., εκκρίνω ιδρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξίδρωμα — το [εξιδρώνω] 1. το προϊόν τής εξιδρώσεως 2. παθολογική συσσώρευση υγρών μέσα σε κοιλότητα τού σώματος … Dictionary of Greek
εξίδρωση — η (AM ἐξίδρωσις) [εξιδρώνω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση … Dictionary of Greek